στρατολογικός

στρατολογικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στρατολογία
2. φρ. α) «στρατολογικά συμβούλια» — συμβούλια που ασχολούνται με προβλήματα σχετικά με τη στράτευση τών οπλιτών
β) «στρατολογική υπηρεσία» — η υπηρεσία που διεξάγει το στρατολογικό γραφείο, η στρατολογία
γ) «στρατολογικό γραφείο»
στρ. ονομασία τής βασικής στρατολογικής μονάδας
δ) «στρατολογικό μητρώο» — βλ. μητρώο
ε) «στρατιωτικός κατάλογος»
στρ. παλαιότερη ονομασία τού στρατολογικού πίνακα
στ) «στρατολογικός πίνακας» — πίνακας ο οποίος περιλαμβάνει τους άρρενες που γεννήθηκαν κάθε έτος
ζ) «στρατολογικό αδίκημα» — παράβαση τής διαταγής και κατανομής τών στρατευσίμων σε ειδικότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στρατολογικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη στρατολογία: Στρατολογικές υπηρεσίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραγγελία — η, ΝΜΑ, παραγγελιά Ν [παραγγέλλω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραγγέλλω, μήνυμα προφορικό ή γραπτό δια μέσου τού οποίου αυτός που τό στέλνει ζητά ή απαιτεί να πραγματοποιηθεί η επιθυμία ή η θέλησή του, διαβίβαση διαταγής ή επιθυμίας, οδηγία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”